παρακάτω

παρακάτω
επίρρ. τοπ., λίγο πιο κάτω ή πιο πέρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρακάτω — ΝΑ, και παρακάτου Ν (τοπ. επίρρ.) λίγο πιο κάτω ή λίγο πιο πέρα από ένα σημείο νεοελλ. 1. (σχετικά με κείμενο) στη συνέχεια, έπειτα, περαιτέρω 2. (με αρσ. άρθρο στον πληθ. ως ουσ.) οι παρακάτω α) οι επόμενοι, οι εξής β) αυτοί που βρίσκονται λίγο… …   Dictionary of Greek

  • παρακάτω — παρά κατόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) παρά κατόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • παρακάτι — το τόπος χαμηλός, το παρακάτω μέρος, παρακάτω («άψ , αδερφή μου, τα κεριά κι έβγα στο παρακάτι», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακάτω κατά τα ουδ. σε ι] …   Dictionary of Greek

  • Antónis Rémos — (Diogenis Studio d Athènes, janvier 2011) Nom Antónis Paschalídis Naissance …   Wikipédia en Français

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”